ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΑΘΗΤΩΝ Β΄ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΤΟΥ ΜΟΥΣΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ ΣΤΟΝ 3οΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΟ ΜΑΘΗΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΔΟΚΙΜΙΟΥ
Το Πανεπιστήμιο Πατρών διά του Τμήματος Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου σε συνεργασία με την Ελληνική Φιλοσοφική Εταιρεία (ΕΦΕ) και το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών (Ελλάδος) του Παν/μίου Χάρβαρντ (ΚΕΣ) καθώς και με την υποστήριξη της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων (Π.Ε.Φ.) προκήρυξε για το σχολικό έτος 2013-2014 τον3ο Πανελλαδικό Μαθητικό Διαγωνισμό Φιλοσοφικού Δοκιμίουυπό το γενικό θέμα:
«Το φιλοσοφικό πρόβλημα της γνώσης»
Κατά τη διεξαγωγή της προκριματικής φάσης του Πανελλαδικού Μαθητικού Διαγωνισμού , η οποία και πραγματοποιήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2014, από το σύνολο των υποψηφίων συμμετεχόντων του Ν. Λάρισας προήχθησαν για τη δεύτερη και τελική φάση, που θα λάβει χώρα στις 28-29 Μαρτίου 2014στο Παν/μιο Πατρών, 7 μαθητές της Β΄Λυκείου θεωρητικής κατεύθυνσης. Οι έξι εξ αυτών είναι μαθητές του Μουσικού σχολείου Λάρισας (έξι μαθητές συμμετείχαν και στην προκριματική γραπτή εξέταση).
Ο Διευθυντής, ο σύλλογος Διδασκόντων του Μουσικού σχολείου, και ειδικά οι διδάσκουσες Φιλοσοφία Β΄ Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης, κ. Καραβαγγέλη Δ., και Σπυριδάκη Δ., συγχαίρουν θερμά tους μαθητές για την καθολική επιτυχία τους, ευχόμενοι την πρόκριση στη Διεθνή Ολυμπιάδα Φιλοσοφίας.
Οι προκριθέντες μαθητές είναι :
Θεοδωρίδη Θεοδώρα
Καψάλη Έλλη-Μαριτίνα
Μαγαλιός Γεώργιος
Μπαμπούλης Ιωάννης
Τζαβάρα Ελένη
Χατζημπύρρου Γουινόνα
Η Δ/νση Β/θμιας Εκπ/σης διά του Γραφείου Σχολικών Δραστηριοτήτων και το Μουσικό Σχολείο Λάρισας συνδιοργανώνουν σεμινάριο με θέμα : «Σχολικές Γιορτές :Υποχρέωση ή Ευκαιρία» στο αμφιθέατρο του Μουσικού Σχολείου τη Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014 5-8 μμ. Οι σχολικές γιορτές αποτελούν ένα προβληματικό ζητούμενο για το σημερινό σχολείο. Ποιος θα τις αναλάβει; με ποιο υλικό θα εργασθεί; σε ποιες ώρες θα συγκεντρώνει την ομάδα των μαθητών; πώς μπορεί κανείς να εξασφαλίσει ένα καλό αποτέλεσμα; Μπορεί τελικά μια σχολική γιορτή από επαναλαμβανόμενο ανιαρό βάσανο για όλους, να μετατραπεί σε κάτι ουσιαστικό; μπορεί να λειτουργήσει ως συντελεστής για τη λησμονημένη σχολική ζωή; να προσφέρει κάτι διαφορετικό ή έστω με διαφορετικό τρόπο; Αυτά και άλλα ερωτήματα τέτοιου είδους αιωρούνται αναπάντητα. Οι απόπειρες που γίνονται εν πολλοίς αφήνουν ανικανοποίητη τόσο τη σχολική κοινότητα όσο και τον εκπαιδευτικό, που για μια ακόμη φορά ταλαιπωρείται χωρίς ειλικρινείς απαντήσεις. Για μια ακόμη φορά κινδυνεύει να εμπλακεί σε μια διαδικασία που φαίνεται να μην βρίσκει θέση στη σχολική πραγματικότητα αλλά πρέπει να υλοποιηθεί, ακόμη και χωρίς εμφανή εκπαιδευτικό στόχο. Το σεμινάριο αφορά τα θέματα: Λειτουργία των γιορτών στη σχολική ζωή, ο ρόλος του Διευθυντή, καλές πρακτικές.
ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ
ΤΙΜΑ ΤΗ ΜΥΡΤΩ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Το Μουσικό σχολείο Λάρισας, στα πλαίσια της εικοσάχρονης παρουσίας και της διαχρονικής πολιτισμικής του προσφοράς στα δρώμενα της πόλης, την Τετάρτη 4/12/2013 θα τιμήσει μια εκλεκτή μορφή του πνευματικού μας χώρου, τη Σοπράνο Μυρτώ Παπαθανασίου, που ανεβάζει την Λάρισα και την Ελλάδα ψηλά με τις επιτυχίες της στο εξωτερικό.
Εκδήλωση αφιερωμένη στη διεθνώς καταξιωμένη υψίφωνο, Μυρτώ Παπαθανασίου διοργανώνει το Μουσικό Σχολείο Λάρισας αρχές Δεκεμβρίου 2013, στην αίθουσα εκδηλώσεων του σχολείου. Η εκδήλωση πραγματοποιείται προκειμένου να τιμήσει το Σχολείο την κ. Παπαθανασίου αλλά και να γνωρίσουν καλύτερα οι μαθητές, την Λαρισαία υψίφωνο με την εντυπωσιακή πορεία στις μεγάλες λυρικές σκηνές του κόσμου. Η Μυρτώ Παπαθανασίου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λάρισα, όπου και ξεκίνησε τις σπουδές της στο πιάνο και στα θεωρητικά στο Δημοτικό Ωδείο Λάρισας. Πήρε δίπλωμα μονωδίας από το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης με διάκριση, ενώ παράλληλα φοίτησε στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Α. Π. Θ. Ως υπότροφος του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Μιλάνο με τον Ρομπέρτο Κοβιέλο. Έχει εμφανιστεί στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα όπως του Τόκιο και του Σίδνεϋ, στις κρατικές όπερες της Βιέννης, του Βερολίνου, του Μονάχου, της Ζυρίχης αλλά και στις όπερες της Ρώμης, της Βερόνας, του Άμστερνταμ, της Στουτγάρδης, της Κοπεγχάγης, του Παρισιού, των Βρυξελλών, του Μόντρεαλ, του Ντάλλας, της Μπολόνια, της Γένουας, του Τουρίνου, του Μόντε Κάρλο. Έχει δώσει ρεσιτάλ σε μια σειρά σημαντικές αίθουσες συναυλιών σε διάφορες χώρες. Μόλις τον περασμένο Μάιο, κάνοντας την πρώτη της εμφάνιση στο Ντάλλας της Αμερικής, τιμήθηκε με το βραβείο «Μαρία Κάλλας για τον καλύτερο καλλιτέχνη της χρονιάς», για το ρόλο της στην «Τραβιάτα», ρόλο με τον οποίο είχε πρωτοεμφανιστεί στην όπερα της Ρώμης με τη σκηνοθετική υπογραφή του Φράνκο Τζεφιρέλλι. Η Μυρτώ Παπαθανασίου, της οποίας το ρεπερτόριο εκτείνεται από το «Μπαρόκ» μέχρι τους σύγχρονους συνθέτες, έχει πραγματοποιήσει πολλές ηχογραφήσεις με όπερες του Μότσαρτ και του Ροσσίνι, ενώ έχει συνεργαστεί με γνωστούς σκηνοθέτες, όπως οι Τζεφιρέλλι, Κάρσεν, Μακ Βίκαρ και καταξιωμένους μαέστρους, όπως οι Φίσερ, Τρελμέττι, Πιντό, Καρύδη κ.ά. Στις προσεχείς εμφανίσεις της περιλαμβάνονται ρεσιτάλ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και συμμετοχή στην Εθνική Όπερα του Παρισιού, ενώ η Μυρτώ Παπαθανασίου θα ανοίξει και την καλλιτεχνική σαιζόν 2014-15 στη Μετροπόλιταν Όπερα της Ν. Υόρκης. Και συνεχίζει...
|
Καλοκαίρι του ?88 και ένα παρθένο κοινό, ξεχασμένο στον κάμπο και τα βουνά της Θεσσαλίας, δονείται αισθητικά, βιώνοντας την απόλυτη παλίρροια της θεατρικής τέρψης.
Ο Κώστας Τσιάνος ανεβάζει την «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη, υλοποιώντας τη μέθεξη της ανόθευτης λαϊκής μας παράδοσης με το αρχαίο δράμα και ανοίγοντας στην τότε εφηβική μου ψυχή ένα διαλογικό παράθυρο μαζί του.
Οι κριτικές είναι διθυραμβικές, η φήμη της παράστασης υπερβαίνει τα στενά γεωγραφικά, θεσσαλικά μας όρια, κατακτώντας το 1989 την απαιτητική θεατρική κοινότητα στο Φεστιβάλ Επιδαύρου . Ήταν η πρώτη φορά που ένα περιφερειακό θέατρο περνούσε τις πύλες του αργολικού θεάτρου. H υποδοχή ήταν πρωτόγνωρη και τα ακατάπαυστα χειροκροτήματα του κοινού αντηχούν ακόμη?
H παράσταση εκτιμήθηκε για την καθαρότητά της, την ειλικρίνεια των προθέσεών της και ένα σκηνοθετικό εύρημα- Ο Κώστας Τσιάνος έσκυψε με ευλάβεια στη λαϊκή μας παράδοση, αξιοποιώντας την αισθητική της και σκηνοθέτησε μια παράσταση- πρόταση με όραμα, που άνοιξε νέους δρόμους στο αρχαίο δράμα, χωρίς όμως να του ξεφεύγουν η ουσία, το πνεύμα και η ψυχή του έργου και απεκδυόμενος του διλήμματος αναγωγής του καινούριου ως αυτοσκοπού.
Οι παραστάσεις του δράματος στους καιρούς μας διασπείρουν , κατά κοινή αποδοχή, ψευδο- διλήμματα: ρεαλιστική έως νατουραλιστική απεικόνιση ή ιδεαλιστικός μινιμαλισμός, ηρωικό υπερμέγεθες ή ανθρώπινο μετρίως ζην, ηθογράφειν ή ψυχολατείν (ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός ). Οι διδασκαλίες του Λαρισαίου θεατράνθρωπου αποδεικνύουν ότι κωφεύει στα ανωτέρω πλαστουργήματα , κάνοντας focus με περισσή ευαισθησία στον εποικοδομητικό εκφραστικό κώδικα, ιδωμένο τελεολογικά. Σ' όλες τις παραστάσεις που επιμελείται θριαμβολογεί η φαντασία στο εναρκτήριο λάκτισμα του ρεαλισμού. Καταληκτικά , κάθε θεατρικό του δημιούργημα το ενδύει με ανθρωπιστική εσθήτα, περιβαλλόμενη με ιδιάζουσα χρωματική ευαισθησία- ενσυναισθησία, η οποία ,ειδικά στις μέρες μας , διακυβεύεται.
Ο σκηνοθετικός του οβολός στη θεατρική δημιουργία επιδιώκει να επαναφέρει το όνειρο στη ζωή των ανθρώπων, έχοντας ως αφετηρία την εσωτερική αλήθεια, το πάθος για την τέχνη ως modus spirandi, την αίσθηση κατά βάση σωματική, που σκοπεύει στην πολιτική, πίσω από την οποία ανιχνεύεται ως αδιάσειστος μάρτυρας η ιστορία.
Το σκηνοθετικό αυτό δίδυμο αποτελεί πυξίδα στο όραμα του Τσιάνου, που συνίσταται στο να επαναπροσδιοριστεί η φυσιογνωμία του Θεσσαλικού Θεάτρου, «του δικού μας θεάτρου», και να επαναδιαλεχθεί με ένα ευρύ λαϊκό κοινό, παρουσιάζοντας σημαντικές παραστάσεις, στηρίζοντας την εγχώρια θεατρική δημιουργία και σφυρηλατώντας βιωματική σχέση με τη μαθητιώσα νεολαία.
Ο Κώστας Τσιάνος μέσα από την σκηνοθετική του τοποθέτηση στους κόλπους του Μουσικού σχολείου Λάρισας άνοιξε ρηξικέλευθα μονοπάτια στη μαθητική σκέψη :ουσιαστικά, έχει προκαλέσει τους μαθητές μας να αναμετρηθούν με την ταυτότητά τους και να τη συλλογιστούν . Με αγνά υλικά την ποίηση και τη μυθολογία της, το άχθος του αρχαίου της κλέους, τις μη επουλωμένες ακόμη πληγές της σύγχρονης ιστορίας της, τα κοινωνικο-πολιτικά δρώμενα που τη σημάδεψαν ανεξίτηλα και με φάρο του ένα βλέμμα βαθιά διεισδυτικό, ένα βλέμμα- σχολείο αποδεικνύει πως δίχως πίστη στο προσωπικό σου όραμα τίποτα δεν είναι υλοποιήσιμο. Στο ομιχλώδες τοπίο της εποχής μας, που η αυτόφωτη διανόηση κινείται σε ελεύθερη πτώση, αμελώντας όμως να ανοίξει το αλεξίπτωτό της, χρειαζόμαστε ανθρώπους σαν τον Κώστα Τσιάνο που να διαπραγματεύονται καθημερινά το ζητούμενο ?πρόκληση «Με ποιες λέξεις-κλειδιά θα μπορούσαμε να εμφυσήσουμε τη ζωή σ? ένα καινούριο πάνδημο όνειρο;»
Σπυριδάκη Μ. Δέσποινα
κλασική φιλόλογος στο Μουσικό σχολείο Λάρισας
Υποψήφια διδάκτωρ
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΜΟΥΣΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΑΚΗ Μ. ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΣΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Κατά τη διάρκεια του 23ου Παγκόσμιου Συνέδριου Φιλοσοφίας, που διεξήχθη στην Αθήνα από την 4 έως την 10 Αυγούστου 2013 υπό την εποπτεία της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας, η Σπυριδάκη Μ. Δέσποινα, κλασική φιλόλογος του Μουσικού σχολείου Λάρισας, συμμετείχε στις ακαδημαϊκές συνεδρίες με εισήγηση της, απτομένη του τομέα Αισθητικής και φιλοσοφίας της τέχνης , με τίτλο << Η κριτική του L. Wittgenstein στον επιστημονισμό της Αισθητικής>>. Η προφορική ανακοίνωση πραγματώθηκε στην αγγλική γλώσσα. Η εισηγήτρια, Σπυριδάκη Μ. Δέσποινα, αφού σκιαγράφησε το ιδιαίτερο στυλ φιλοσοφείν του Βιεννέζου φιλοσόφου, εστίασε στην κατανόηση της φιλοσοφίας του ως δραστηριότητας κριτικής ανάλυσης του νοήματος των προτάσεων της γλώσσας και όχι ως συσσώρευσης γνώσης με ταυτόχρονη αναζήτηση και θεμελίωση της αλήθειας. Κατά την αναζήτηση των όρων του νοήματος, ο Wittgenstein (1889-1951)επιδιώκει να οριοθετήσει το νόημα από την α-νοησία. Έργο της φιλοσοφίας δεν είναι να περιγράψει τις γενικές αλήθειες που διέπουν τον ανθρώπινο νου. Αυτό, υποστηρίζει, είναι έργο της επιστήμης και συγκεκριμένα της ψυχολογίας - νευροεπιστημών. Ο Wittgestein αναπτύσσει μια εικονική θεωρία του νοήματος. Βάσει αυτής , δεδομένου ότι μια εικόνα είναι ένα «μοντέλο» του κόσμου (Tr.2.12) και για να δύναται να εικονίζεται σε μια γλώσσα, πρέπει να έχει κάτι κοινό με αυτό που εικονίζει, ο συνδετικός αρμός μεταξύ των προτάσεων της γλώσσας και των γεγονότων της πραγματικότητας είναι ότι μοιράζονται την ίδια λογική μορφή, η οποία καθεαυτήν δεν μπορεί να λεχθεί, «καθρεφτίζεται» όμως μέσα στην πρόταση. Στο σημείο αυτό χρήζει αναφοράς η διάκριση που κάνει ο Wittgenstein ανάμεσα σε ό,τι λέγεται (saying) και έχει αναφορά στα γεγονότα του κόσμου, και σε ό,τι δείχνεται (showing). Ό,τι δείχνεται δεν έχει αναφορά στα γεγονότα του κόσμου, συνθήκη που συνεπάγεται πως ό,τι δείχνεται είναι άνευ περιγραφικού νοήματος (α-νοησία) (Κιτσόπουλος,1978, Βουδούρης,1972). Η θεμελιώδης αυτή διάκριση αποτελεί κλειδί για την προσέγγιση του πολιτισμικού αρώματος του Wittgenstein . Έμφαση δίδεται στις Διαλέξεις περί Αισθητικής του αυστριακού διανοητή στο πλαίσιο των ?αθη?άτων του στο Πανεπιστήμιο του Cambridge στα 1932-33 και 1938, από τις οποίες σώζονται ?όνο οι σημειώσεις που κράτησαν οι ακροατές του, G. E. Moore και οι σπουδαστές, philosophi minores ,Alice Ambrose, Yorick Smythies, Rush Rhees και James Taylor. Στις διαλέξεις αυτές αναδύονται οι κάτωθι προβληματικές: η αδυναμία απόδοσης ουσιολογικού ορισμού του ωραίου η προσέγγιση της αισθητικής ως περιγραφικής φιλοσοφίας , η αντιπαράθεση γούστου-δημιουργίας, η δευτερεύουσα χρήση των λέξεων κατά την περιγραφή του φαινομένου της τέχνης και η υπέρβαση των κοινωνικά οροθετημένων κανόνων της αισθητικής από την πλευρά της υψηλής τέχνης και των μεγάλων δημιουργών. Ο Wittgenstein δε διατύπωσε ?ία θεωρία για την αισθητική και οι δοκιμαστικές θεωρήσεις του είναι όλες περιγραφικές. Ο διανοητής αναλύει τις χρήσεις της λέξης «ωραίο» και σκώπτει την τάση να ανάγου?ε τα αξιολογικά ζητήματα στα αισθήματα ευαρέσκειας/απαρέσκειας που ?ας προκαλεί ένα έργο τέχνης ή στα κίνητρα του καλλιτέχνη που εικάζου?ε ότι προκάλεσαν τη δημιουργία ενός έργου. Οι αξιολογικές ?ας εκφράσεις, τουλάχιστον οι πιο «καθημερινές», δεν είναι παρά επιφωνήματα ? κι αν η αισθητική αναλά?βανε ως αντικεί?ενό της «αυτό που προκαλεί ευχαρίστηση», θα ήταν αναγκασμένη να εκταθεί σε ζητήματα τόσο πολυποίκιλα όσο το προσωπικό γούστο. Από την άλλη, οι ψυχολογικές ερμηνείες, που διατείνονται ότι εξηγούν τα πάντα, δεν είναι παρά ψευτο- ερμηνείες? κατορθώνουν να γίνονται αποδεκτές επειδή «αποπνέουν ?ια παράξενη γοητεία». Για τις τέχνες, ?ας υπενθυμίζει ο, Wittgenstein αποφαίνεται καλύτερα ο έ?πειρος, επαΐων ο τεχνίτης, πλατωνική essence, ή ο ενή?ερος, οξυδερκής παρατηρητής, ο οποίος για τα αισθητικά έργα καλείται να δώσει εκείνη ακριβώς την εξήγηση που θα την κάνει αποδεκτή? αυτός είναι όλος κι όλος ο σκοπός της «αισθητικής» εξήγησης. Μια τέτοια εξήγηση δεν επικαλείται το αίτιο της ο?ορφιάς. Δε χρειάζεται να εξηγήσει τι κάνει ωραίο ένα έργο, αλλά να δύναται να υποδείξει τι είναι (ή δεν είναι) ωραίο σε ένα έργο. Εν κατακλείδι, η αισθητική στάση του Wittgenstein δε συνίσταται σε μεταφυσική ή «άρρητη» αισθητική αρχή αλλά στη ?άλλον βερμπαλιστική διάθεση ενός λιγομίλητου ανθρώπου, ο οποίος προσεκτικά αφουγκράζεται και αναλαμβάνει να προειδοποιήσει τους επίδοξους ερευνητές του να ?ην άγονται και φέρονται από πομπώδεις αισθητικές θεωρίες, από πομφόλυγα συστή?ατα αισθητικής πλάνης, τα οποία χρήζουν αντιμετώπισης ?ε συστηματικότερη καχυποψία. ΄?You might think Aesthetics is a science telling us what?s beautiful ? almost too ridiculous for words. I suppose it ought to include also what sort of coffee tastes well?? (Wittgenstein 1966 |